- σκινδύλιον
- τὸ, Αμικρό τεμάχιο ξύλου, πελεκούδι, σχίζα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σχίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανασχινδυλεύω — ἀνασχινδυλεύω (Α) (και μτγν. ανασκινδυλεύω) ανασκολοπίζω, σταυρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + σκινδύλιον (< σχίζω) «μικρό κομμάτι ξύλου»] … Dictionary of Greek